κλεπτοάγιος
From LSJ
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
Greek Monolingual
κλεπτοάγιος, ὁ (Μ)
αυτός που κλέβει τις εκκλησίες, ο ιερόσυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + ἅγιος. Προσδιοριστικό σύνθ. με αντίστροφη από τη συνήθη διάταξη τών συνθετικών του].