κουζινέτο

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450

Greek Monolingual

το
1. μικρή συσκευή που χρησιμοποιείται για μαγείρεμα
2. έδρανο περιστρεφόμενου άξονα ή άλλου εξαρτήματος μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. coussinet < γαλλ. cousin].