κτεατιστός

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513

Greek (Liddell-Scott)

κτεᾰτιστός: -ή, -όν, κτηθείς, Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1187. (Ἀνθ. Π. παράρτ. 229)· ἀλλ’ ὁ Βöckh ἀναγινώσκει κτεάτεσσιν.

Greek Monolingual

κτεατιστός, -ή, -όν (Α) κτεατίζω
επιγρ. αυτός που αποκτήθηκε, που κερδήθηκε, αποκτημένος, κερδισμένος.