κυθρίδιον, κύθρινος, κυθρίς, κυθρόκαυλος, κυθρόπους, κύθρος, Ion. and later Greek for χύτρ- (q.v.).
κύθρα: κυθρίδιον, κύθρινος, κυθρόγαυλος, κύθρος, Ἰων. ἀντὶ χύτρ-.
κύθρα, ἡ (AM)χύτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα, με μετάθεση δασύτητας].