κυματανάπαλση

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

η
η εκ περιτροπής ύψωση και υποβίβαση του νερού, το ανεβοκατέβασμα του νεροῡ λίμνης ή κλειστής θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + ἀνά-παλση (< ἀνα-πάλλομαι)].