κυτίο

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

το
κουτί, μικρό κιβώτιο, μικρή φορητή θήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύτος. Η λ., στον λόγιο τ. κυτίον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].