σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
μοσχοποίησις: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἀστέρ. 376D.
μοσχοποίησις, ἡ (Α) μοσχοποιώμοσχοποιία.