μεταρρυθμιστής
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Greek Monolingual
ο, θηλ. -ίστρια
1. αυτός που μεταρρυθμίζει, αυτός που εφαρμόζει ή επιφέρει μεταρρυθμίσεις προς το καλύτερο, αναδιοργανωτής, αναμορφωτής
2. αυτός που ανήκει στη θρησκευτική κίνηση της Μεταρρύθμισης
3. ως κύριο όν. συν. στον πληθ. οι Μεταρρυθμιστές
οι οπαδοί της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταρρυθμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].