μισοπεθαμένος

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μισαποθαμένος, -η, -ο (Μ μισοπεθαμένος και μισαποθαμένος και μισοαποθαμένος και ημισαποθαμένος και μεσαποθαμένος, -η, -ον)
αυτός που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, ημιθανής.