μισοπεθαμένος
Greek Monolingual
και μισαποθαμένος, -η, -ο (Μ μισοπεθαμένος και μισαποθαμένος και μισοαποθαμένος και ημισαποθαμένος και μεσαποθαμένος, -η, -ον)
αυτός που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, ημιθανής.
και μισαποθαμένος, -η, -ο (Μ μισοπεθαμένος και μισαποθαμένος και μισοαποθαμένος και ημισαποθαμένος και μεσαποθαμένος, -η, -ον)
αυτός που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, ημιθανής.