λεοντοκεφαλή
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Greek Monolingual
η (Α λεοντοκεφαλή)
αρχιτεκτονικό κόσμημα που έχει σχήμα κεφαλής λιονταριού και που χρησιμεύει ως υδρορρόη.