ὁ, or λεκᾰνο-ον, τό,
A wine-bowl, λεκάνου ψυκτήρ IG22.1425.348; fort. λεκανοψυκτήρ.
λέκανος, ὁ, και λέκανον, τὸ (Α) λεκάνηποτήρι του κρασιού.