A to be affected with λεύκωμα 11.2, Sch.A.Pr.499.
[Seite 36] den weißen Staar bekommen, Schol. Aesch. Prom. 498.
λευκωματίζομαι (Α) λεύκωμαπαθαίνω λεύκωμα στο μάτι.