λιμενοποιία
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
Greek (Liddell-Scott)
λῐμενοποιία: ἡ, ἡ κατασκευὴ λιμένων, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 87· -ποιικός, ή, όν, ἀνήκων εἰς λιμενοποιίαν, Φίλων Βελοπ. 49.
Greek Monolingual
λιμενοποιΐα, ἡ (Μ)
η κατασκευή λιμανιού.