λιθογράφημα
From LSJ
τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past
Greek Monolingual
το
λιθογραφημένη εικόνα, λιθογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθογραφῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Αλεξ. Ραγκαβή].
τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past
το
λιθογραφημένη εικόνα, λιθογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθογραφῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Αλεξ. Ραγκαβή].