κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
και μαγερευτός -ή, -όμαγειρεύωμαγειρεμένος, παρασκευασμένος με μαγείρεμα, σε αντιδιαστολή με τον ωμό, τον ψητό ή τον νερόβραστο.