Μαυροθαλασσίτης
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
ο, θηλ. Μαυροθαλασσίτισσα
αυτός που κατοικεί στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας ή κατάγεται από τις περιοχές αυτές.