μειρακοειδής
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek (Liddell-Scott)
μειρακοειδής: -ές, ὅμοιος μειρακίῳ, Καισάριος 1073.
Greek Monolingual
μειρακοειδής, -ές (Α) μείραξ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδική ηλικία.