μεταπεμπτέος

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

α, ον,

   A to be sent for, Th.6.25.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπεμπτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ μεταπέμπεσθαι, Θουκ. 6. 25.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’on peut ou qu’il faut mander.
Étymologie: adj. verb. de μεταπέμπω.

Greek Monolingual

μεταπεμπτέος, -α, -ον (Α) μεταπέμπω
αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να μεταπέμψει, να στείλει και να τον καλέσει να έλθει.