μετοίκιση
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
η (ΑΜ μετοίκισις) μετοικίζω
η μετοίκηση.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
η (ΑΜ μετοίκισις) μετοικίζω
η μετοίκηση.