ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death
μηναιάζω και μηνιάζω (Μ)προσλαμβάνω κάποιον για έναν μήνα ή για έναν χρόνο ή πληρώνω κάποιον για έναν μήνα ή για έναν χρόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηναῖο(ν) «μηνιάτικο» + κατάλ. -άζω].