μηναιάζω

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death

Source

Greek Monolingual

μηναιάζω και μηνιάζω (Μ)
προσλαμβάνω κάποιον για έναν μήνα ή για έναν χρόνο ή πληρώνω κάποιον για έναν μήνα ή για έναν χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηναῖο(ν) «μηνιάτικο» + κατάλ. -άζω].