μονωτί
German (Pape)
[Seite 206] adv. zum Vorigen, einsam, allein.
Greek (Liddell-Scott)
μονωτί: Ἐπίρρ., μεμονωμένως, Ἀρχ. Λεξικ.
Greek Monolingual
μονωτί (Α)
επίρρ. μεμονωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονῶ + επιρρμ. κατάλ. -τί].
[Seite 206] adv. zum Vorigen, einsam, allein.
μονωτί: Ἐπίρρ., μεμονωμένως, Ἀρχ. Λεξικ.
μονωτί (Α)
επίρρ. μεμονωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονῶ + επιρρμ. κατάλ. -τί].