μινόρε
Greek Monolingual
το
διεθνής χαρακτηρισμός για την ελάσσονα κλίμακα, την ελάσσονα συγχορδία και τον ελάσσονα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. minore < λατ. minor, -oris, συγκριτ. του parvus «μικρός»].
το
διεθνής χαρακτηρισμός για την ελάσσονα κλίμακα, την ελάσσονα συγχορδία και τον ελάσσονα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. minore < λατ. minor, -oris, συγκριτ. του parvus «μικρός»].