μινόρε

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
διεθνής χαρακτηρισμός για την ελάσσονα κλίμακα, την ελάσσονα συγχορδία και τον ελάσσονα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. minore < λατ. minor, -oris, συγκριτ. του parvus «μικρός»].