μουσοεπής
From LSJ
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
μουσοεπής, -ές (Α)
αυτός που μιλά με μουσικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -επής (< ἔπος), πρβλ. αληθο-επής, θεο-επής].