νεκρόσυλος
German (Pape)
[Seite 238] Todte plündernd, beraubend (?).
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που κάνει νεκροσυλία, που κλέβει αντικείμενα του νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -συλος (< συλῶ «αρπάζω, λεηλατώ»), πρβλ. ιερό-συλος].
[Seite 238] Todte plündernd, beraubend (?).
-η, -ο
αυτός που κάνει νεκροσυλία, που κλέβει αντικείμενα του νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -συλος (< συλῶ «αρπάζω, λεηλατώ»), πρβλ. ιερό-συλος].