ναύειν: «ἱκετεύειν. παρὰ τὸ ἐπὶ τὴν ἑστίαν καταφεύγειν τοὺς ἱκέτας» Ἡσύχ.
ναύειν (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἱκετεύεινπαρὰ τὸ ἐπὶ τὴν ἑστίαν».