Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
ξῠλόπυργος: ὁ, ξύλινος πύργος, Ἄννα Κομν. σ. 385.
ξυλόπυργος, ὁ (Μ)
ξύλινος πύργος, ξύλινο φρούριο.