μουσόστολος
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
Greek (Liddell-Scott)
μουσόστολος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐστολισμένος, κεκοσμημένος, φρεσὶν μουσοστόλοις Ἀνώνυμ. παρὰ Bernard.
Greek Monolingual
μουσόστολος, -ον (Μ)
αυτός που στολίστηκε από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -στολος πρβλ. ιερό-στολος, λευκό-στολος].