μουσαφίρης
From LSJ
καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all
Greek Monolingual
ο, θηλ. μουσαφίρισσα
επισκέπτης που φιλοξενείται σε ένα σπίτι, φιλοξενούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. misafir].