μουνόγονος
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek Monolingual
μουνόγονος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. μονόγονος.
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
μουνόγονος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. μονόγονος.