νυκτιαίος

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106

Greek Monolingual

νυκτιαῑος, ὁ (Α)
φρ. «νυκτιαῑος δρόμος» — πορεία κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαίος)].