μυοσκλήρωση
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek Monolingual
και μυοσκλήρυνση, η
ιατρ. η παθολογική σκλήρυνση ενός μυός, η οποία οφείλεται σε πολλαπλασιασμό του συνδετικού ιστού που συμβάλλει στη σύστασή του.