ορτυγοκοπώ
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek Monolingual
ὀρτυγοκοπῶ, -έω (Α) ορτυγοκόπος
παίζω την ορτυγοκοπία.
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
ὀρτυγοκοπῶ, -έω (Α) ορτυγοκόπος
παίζω την ορτυγοκοπία.