Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
μυλαῑος, -ον (Α)
1. αυτός που ασχολείται με μύλο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυλαῑον
ο μύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -αῑος
(πρβλ. πυργ-αίος)].