νεανισκάριον

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

τό, Dim. of νεανίσκος, Arr.Epict.2.16.29.

Greek (Liddell-Scott)

νεᾱνισκάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ νεανίσκος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16. 29.

Greek Monolingual

νεανισκάριον, τὸ (ΑΜ) νεανίσκος
(συν. με υποτιμητική σημ.) υποκορ. του νεανίσκος.