νεανισκάριον
English (LSJ)
τό, Dim. of νεανίσκος, Arr.Epict.2.16.29.
Greek (Liddell-Scott)
νεᾱνισκάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ νεανίσκος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16. 29.
Greek Monolingual
νεανισκάριον, τὸ (ΑΜ) νεανίσκος
(συν. με υποτιμητική σημ.) υποκορ. του νεανίσκος.