νηπιοβάπτισμα
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
το
ο νηπιοβαπτισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + βάπτισμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Κ. Κοντογόνη].
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
το
ο νηπιοβαπτισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + βάπτισμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Κ. Κοντογόνη].