νομολόγος
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
Greek Monolingual
ο, η
ο ασχολούμενος με τους νόμους, ερμηνευτής του νόμου, νομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Γ. Κάλλο].