πίστευσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A confiding, entrusting, ἐντολῶν J.AJ17.3.3(pl.).
German (Pape)
[Seite 620] ἡ, das Anvertrauen, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
πίστευσις: -εως, ἡ, τὸ ἐμπιστεύειν τινί τι, ἐντολῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 3, 3.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α πιστεύω
η εμπιστοσύνη.