πολύχορτος

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A with much grass, gloss on βαθυλείμων, Eust.743.30.

German (Pape)

[Seite 677] mit vielem Grase, Eust. 640, 13.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχορτος: -ον, ὁ ἔχων πολὺν χόρτον, Εὐστ. 743. 30.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει πολύ χορτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χόρτος «χορτάρι» (πρβλ. εύ-χορτος)].