περίτεχνος
From LSJ
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει εκπονηθεί ή κατασκευαστεί με πολλή τέχνη και καλαισθησία, καλοδουλεμένος, μαστορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν-τεχνος].