οπτεύω

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Greek Monolingual

ὀπτεύω (Α)
βλέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀπτεύω έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' απόσπαση από τα ρ. σε -οπτεύω (< -οπτος ή -οπτης), πρβλ. δι-οπτεύω, κατ-οπτεύω].