οσφρητός
From LSJ
οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
Greek Monolingual
ὀσφρητός, -ή, -όν (Α) οσφραίνομαι
οσφραντός.
οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
ὀσφρητός, -ή, -όν (Α) οσφραίνομαι
οσφραντός.