ξεδοντιάρης
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Greek Monolingual
-α, -ικο, θηλ. και ξεδοντού
αυτός που δεν έχει καθόλου ή εν μέρει δόντια, φαφούτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεδοντιάζω + κατάλ. -άρης (πρβλ. αναστεν-άρης)].