ξενοσύνη

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

Ep. ξειν-, ἡ,

   A hospitality, Od.21.35.

German (Pape)

[Seite 278] ἡ, ion. u. ep. ξεινοσύνη, ἡ, Gastfreundschaft, Od. 21, 35.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοσύνη: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ξεινοσύνη, ἡ, ξενία, φιλοξενία, ξεινοσύνης προσκηδέος Ὀδ. Φ. 35.

Greek Monolingual

ξενοσύνη, ιων. και επικ. τ. ξεινοσύνη, ἡ (Α) ξένος
η μεταξύ ξένων φιλία.