ξενοσύνη
English (LSJ)
Ep. ξειν-, ἡ,
A hospitality, Od.21.35.
German (Pape)
[Seite 278] ἡ, ion. u. ep. ξεινοσύνη, ἡ, Gastfreundschaft, Od. 21, 35.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοσύνη: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ξεινοσύνη, ἡ, ξενία, φιλοξενία, ξεινοσύνης προσκηδέος Ὀδ. Φ. 35.
Greek Monolingual
ξενοσύνη, ιων. και επικ. τ. ξεινοσύνη, ἡ (Α) ξένος
η μεταξύ ξένων φιλία.