ξεστομίζω
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
και ξεστομώ, -άω
(συν. σχετικά με απρεπή λόγια) βγάζω από το στόμα μου, εκστομίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-στομίζω (αόρ. ἐξ-εστόμισα) βλ. λ. ξ(ε)-].