ξεστομίζω

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

και ξεστομώ, -άω
(συν. σχετικά με απρεπή λόγια) βγάζω από το στόμα μου, εκστομίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-στομίζω (αόρ. ἐξ-εστόμισα) βλ. λ. ξ(ε)-].