ξεφωνητό
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
το
1. ισχυρή και παρατεταμένη φωνή, κραυγή
2. οιμωγή, θρήνος
3. έντονη αποδοκιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεφωνώ + κατάλ. -ητό (πρβλ. κυνηγ-ητό)].