ξηροβάτραχος
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek (Liddell-Scott)
ξηροβάτραχος: ὁ, εἶδος βατράχου, ἐν Ἐπιφαν. Φυσιολ. 22, ἔκδ. Antverp. 1588.
Greek Monolingual
ξηροβάτραχος, ὁ (Α)
είδος βατράχου.