fem. of ὁδηγητήρ, Sch.E.Ph. 1492.
[Seite 292] ἡ, fem. von ὁδηγητήρ, Sp.
ὁδηγήτρια: θηλ. τοῦ ὁδηγητήρ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1492, Ἐκκλ.
και οδηγήτρα, η (ΑΜ ὁδηγήτρια)βλ. οδηγητής.