Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
ὀλιγόχορδος, -ον (Α)αυτός που έχει λίγες χορδές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -χορδος (< χορδή), πρβλ. ισό-χορδος].