οπωροκηπευτικά

Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

τα
γενικός όρος που δηλώνει όλες τις κατηγορίες φυτικής παραγωγής, εκτός τών φυτών μεγάλης καλλιέργειας, και ειδικότερα την παραγωγή τών οπωροφόρων, τών κηπευτικών, τών ανθοκομικών και τών αρωματικών φυτών.