ορθώνυμος

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source

Greek Monolingual

ὀρθώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ορθό όνομα, αυτός που ονομάζεται ή ονομάστηκε ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -ώνυμος (< όνυμα, αιολ. τ. του όνομα), πρβλ. κακ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].