ορθώνυμος
From LSJ
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
ὀρθώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ορθό όνομα, αυτός που ονομάζεται ή ονομάστηκε ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -ώνυμος (< όνυμα, αιολ. τ. του όνομα), πρβλ. κακ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].